- ὑποπύθμην
- ὑποπύθμην, ενος, ὁ, ἡ,A under the bottom, read by some in Il.11.635, for ὑπὸ πυθμένες ἦσαν, v. Ath.11.492a, Eust.869.8: glossed as ὑποβάσεις in Sch.T Il. l.c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπύθμην — ενος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που βρίσκεται κάτω από τον πυθμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πυθμήν, ένος «πυθμένας»] … Dictionary of Greek
υποπυθμένιος — ον, θηλ. και α, ΜΑ [ὑποπύθμην, ενος] ὑποπύθμην* … Dictionary of Greek
υποπυθμίδιος — ία, ον, Α (ποιητ. τ.) ὑποπύθμην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποπύθμ ην + επίθημα ίδιος (πρβλ. αιφν ίδιος)] … Dictionary of Greek